ἀνάφορον

ἀνάφορον
ἀνάφορον, τό,
A = ἀναφορεύς 1, Ar.Ra.8, Ec.833, Fr.559, cf. Phryn. PSp.15 B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανάφορον — ἀνάφορον, το (Α) αναφορέας, μανέλα …   Dictionary of Greek

  • ἀνάφορον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀνάφορον — ἀνάφορον , ἀνάφορον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφόρου — ἀνάφορον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφόρων — ἀνάφορον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφόρῳ — ἀνάφορον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλακτός — και χτός, ή, ό (Α ἀλλακτός, ή, όν) [ἀλλάσσω] νεοελλ. αυτός που μπορεί να αλλαχθεί, να αντικατασταθεί, να αναπληρωθεί 2. αυτός που προήλθε από ανταλλαγή 3. ιδιότροπος, παράξενος 4. α) παιδί τών νεράιδων καχεκτικό και ελαττωματικό, που αυτές… …   Dictionary of Greek

  • γεράνι — I (geranium). Καλλωπιστικό φυτό, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία πελαργόνιο το ζωνωτό. Όλα τα είδη του φυτού αυτού αναφέρονται συνοπτικά ως γερανιίδες. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και γένος φυτών, άσχετο με το καλλωπιστικό, με περίπου 20 …   Dictionary of Greek

  • ζυγάρι — το [ζυγός] το ανάφορον, ο αναφορέας, ξύλινος κοντός για τη μεταφορά βαρών που αναρτώνται στο μέσον του και που οι δύο άκρες του στηρίζονται στους ώμους δύο ατόμων, αλλ. μανέλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”